- διατάκτωρ
- διατάκτωρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατάκτωρ — διατάκτωρ, ο (Μ) [διατάσσω] αυτός που έχει τη δύναμη να επιβάλλει τις διαταγές του, ο ηγεμόνας … Dictionary of Greek
διατάκτορα — διατάκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάκτορας — διατάκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάκτορες — διατάκτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάκτορι — διατάκτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)